Αναφορικά με την τεχνική λήψης, οι βιογραφικές συνεντεύξεις του ΑΑΖ του ΠΤΔΕ, ΕΚΠΑ διακρίνονται σε τρεις τύπους ανάλογα με το βαθμό εμπλοκής του/της ερευνητή/τριας κατά τη διάρκεια της συνέντευξης: α) «ελεύθερη» ή «ανοικτή», β) «κατευθυνόμενη» ή «δομημένη» και γ) «ημικατευθυνόμενη» ή «ημιδομημένη». Οι Συλλογές του ΑΑΖ του ΠΤΔΕ διακρίνονται με βάση την τεχνική λήψης της συνέντευξης και την εστίαση ή μη σε συγκεκριμένη περίοδο της ζωής ή εμπειρία σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: στις Γενικές Αφηγήσεις Ζωής, στις Αφηγήσεις Ζωής με εστίαση στο επάγγελμα και στις Αφηγήσεις Ζωής με εστίαση στην εμπειρία της παιδικής και νεανικής ηλικίας. Παρακάτω τεκμηριώνονται για κάθε κατηγορία τα επιμέρους χαρακτηριστικά της.
Πιο συγκεκριμένα, οι συλλογές του ΑΑΖ του ΠΤΔΕ χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες:
α. Ελεύθερες
β. Κατευθυνόμενες
γ. Ημι-κατευθυνόμενες
α. Η πρώτη μεγάλη κατηγορία αφηγήσεων ζωής που αναφέρονται στο σύνολο της ζωής των αφηγητών/ριών περιλαμβάνει 213 ελεύθερες συνεντεύξεις. Οι συνεντεύξεις διενεργήθηκαν κατά τα έτη 1989 (2), 1990 (49), 1991 (53), 1994 (2), 1995 (7), 1996 (8), 1998 (8), 1999 (12), 2001 (28), 2002 (33), 2003 (8) και 2004 (2), στις οποίες το 51,6% των αφηγητών ήταν άνδρες και το 48,4% ήταν γυναίκες.
β. Στη δεύτερη υπο-υποκατηγορία της πρώτης ομάδας συμπεριλαμβάνονται 115 κατευθυνόμενες συνεντεύξεις. Οι συνεντεύξεις διενεργήθηκαν κατά τα έτη 1990 (1), 1995 (5), 1996 (1), 1998 (1), 1999 (19), 2000 (32), 2001 (6), 2002 (2), 2003 (5), 2004 (6), 2007 (7), 2008 (24), 2009 (6). Από τους/τις αφηγητές/τριες, το 39,1% ήταν άνδρες και το 60,9% γυναίκες.
γ. Η τρίτη υπο-κατηγορία περιλαμβάνει 8 ημι-κατευθυνόμενες συνεντεύξεις που διενεργήθηκαν κατά τα έτη 1998 (1), 1999 (3), 2002 (1), 2003 (1), 2007 (1) και 2012 (1). Το ποσοστό των αφηγητριών ανέρχεται σε 87,5%, εν αντιθέσει με τους αφηγητές (12,5%).
Στην πρώτη συλλογή των Γενικών Αφηγήσεων Ζωής διακρίνονται διαφορετικά είδη αυτοβιογραφίας ανάλογα με τον/τους τόπο/ους που έζησαν (αγροτική, αγροτοαστική, αστική-πρωτεύουσα, αστική επαρχιακού χώρου, μετανάστες, ελληνισμός της Διασποράς), ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκπαίδευση, το επάγγελμα, το έτος γέννησης των αφηγητών/ριών που μπορεί να εντοπίζεται και στον 19ο αιώνα (π.χ. συνέντευξη [Α.Ζ. 76], στην οποία ο αφηγητής γεννήθηκε το 1896 στο χωριό Άσσος Κορινθίας). Οι αφηγήσεις της πρώτης συλλογής του Αρχείου, ανεξαρτήτως της τεχνικής συνέντευξης, αναφέρονται σε όλη την πορεία της ζωής του/της αφηγητή/τριας και συχνά συνδέεται με τον/την συντευκτή/τρια με ενδο-οικογενειακή (συγγενική) σχέση (π.χ. παππούς/γιαγιά με εγγονή/ εγγονό). Στις συνεντεύξεις με ελεύθερη τεχνική, η παρέμβαση του/της συνεντευκτή/τριας είναι ελάχιστη, οπότε και οι αφηγητές/ριες αφηγούνται χωρίς παρεμβολές την ιστορία της ζωής τους, η οποία είναι, συνήθως, σύντομης χρονικής διάρκειας. Η αυτοπαρουσίαση των αφηγητών/τριών ακολουθεί μια χρονική ακολουθία στην αφήγησή τους, παρέχοντας χωρίς κάποια έξωθεν επέμβαση από τον/την συνεντευκτή/τρια ένα περίγραμμα της παιδικής, εφηβικής και ενήλικης ζωής τους, αυτό που από εκείνους/ες θεωρείται σημαντικό να ειπωθεί. Το ατομικό βίωμα συνδιαλέγεται με λαϊκές αφηγήσεις για όνειρα, θρύλους, ήθη και έθιμα, θρησκευτικές πρακτικές της εποχής ιδωμένο μέσα από την οπτική και την εμπειρία του παρόντος. Μία αφηγήτρια γεννημένη το 1897 στη Θηρασιά Σαντορίνης [Α.Ζ. 006] εκκινεί την αφήγηση της ζωής της ως εξής:
«… Με λένε Β. Π., το γένος Μ. Γεννήθηκα στην Θηρασιά της Σαντορίνης το 1897. Πόσο χρονών είμαι ε ξέρω, γιατί είναι πολλά τα έτη και χάνω τους αριθμούς. Έτσι δα που κάθομαι και τα συλλογιέμαι, κι ως λογαριάζω τα χρόνια και τα μετρώ πρέπει να διαβήκανε κάμποσα από τότε. Και που να βρεις άκρε και τελειωμό. Έτσι καθώς ε φτάνουσι για το μέτρημα όλα τα δάχτυλα και τρεις και τέσσερις βολές των χεριών σου και των ποδαριών σου μαζί. Οι πιότεροι απ’ τους ανθρώπους που ζησα έχουν συχωρεθεί από χρόνια σε βαθιά γεροντέ. Αυτοί ‘ ναι οι καλότυχοι. Όχι σαν κι εμέ που μ’ έχει ο Θεός και μ’ αργεί. Τι θέλει και με κρατεί ο βλογημένος αφού ε φελεί σε τίποτα. Μόνο βάρος στα παιδιά μου φέρνω που ‘ χουνε κι αυτά τα βάσανά τους. Το λοιπόν, τότε που ζούσαμε στην Θηρασιά ο τόπος τούτος ήταν ένα μικρό λιμάνι όλο κι όλο με λιγοστά σπίτια. Ο κύρης μου ήταν ο άρχοντας- καπετάνιος του χωριού. Για τούτο δα το λόγο είχαμε και το καλύτερο σπιτικό στην κορφή του χωριού. Το σπίτι μας ήτανε πλάι στην μεγάλη εκκλησιά κι όλοι περνάγανε από μπροστά για να πάνε εκεί. Μ’ άρεγε να χαζεύω τον κόσμο με τα καλά του να πηαίνει στην εκκλησιά. Κι εμάς η μάνα μας μας πήαινε πολύ συχνά στην εκκλησιά. Η μάνα μας ήτανε πολύ θρήσκια γυναίκα. Κι ο κύρης μας ήταν καλός χριστιανός αλλά πήαινε στην εκκλησιά μόνο στις μεγάλες γιορτές, γιατί έλεε πως ο κλησιασμός είναι πιότερο για τις γυναίκες…».
Αντίθετα, τόσο στις κατευθυνόμενες όσο και στις ημι-κατευθυνόμενες συνεντεύξεις, ο αφηγηματικός λόγος των υποκειμένων περιορίζεται εξαιτίας των ερωτήσεων, ωστόσο πληθαίνουν τα δεδομένα των συγκεκριμένων θεματικών. Οι τελευταίες έχουν ληφθεί με βάση τις ερωτήσεις του Οδηγού βιογραφικής συνέντευξης (βλ. Ρέα Κακάμπουρα, Αφηγήσεις ζωής. Η βιογραφική προσέγγιση στη σύγχρονη λαογραφική έρευνα, εκδ. Διάδραση, Αθήνα 2011, σ. 212-224)
Η παρούσα συλλογή περιλαμβάνει 37 συνεντεύξεις που διενεργήθηκαν κατά τα έτη 1990 (14) και 1991 (23). Από τους αφηγητές/τριες, το 78,4% ήταν άνδρες και το 21,6% γυναίκες. Οι συνεντεύξεις είναι ελεύθερης τεχνικής και εστιάζουν στη μνήμη και στην εμπειρία του επαγγέλματος των αφηγητών/τριών. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ποικιλία των επαγγελμάτων των αφηγητών/τριών και των γονέων τους: δεν συνδέεται αποκλειστικά με την πρωτογενή παραγωγή (γεωργός, αγρότης, μελισσοκόμος, κ.λπ.), αλλά και με παραδοσιακά επαγγέλματα της προκαπιταλιστικής οικονομίας, όπως, π.χ. μυλωνάς [Α.Ζ. 251], υφαντής [Α.Ζ. 254], υφάντρια [Α.Ζ. 229].
Μία υφάντρια από την Ερεσό Μυτιλήνης [Α.Ζ. 229] περιγράφει στην τοπική διάλεκτο μέρος της διαδικασίας ύφανσης:
«… Κατ΄ αρχήν είχαμε τα στμόνια. Ήταν τα πρακτικά που κάναμε. Τα βάφαμε εμείς, παίρναμε άσπρη μπαμπακούλα, βάζαμε καρυδότσουφλα, τα βράζαμε, τα φουσκώναμε, παίρναμε το ζμι, το σουρώναμε, βάζαμε τη μπαμπακούλα μέσα κι έβαφε. Την κάναμε στμον. Κάναμε στμον, κάναμε και ΄φαδ΄. Κάναμε και απ΄το βαλανίδ΄. Κάναμε και μια άλλη μπογιά, βάζαμε ασβέστ΄ και βαλανίδ΄, τα ΄πόξου και τραβούσαμε το ζμι και κάναμε λογής-λογής χρώματα σκούρου… ξούσαμε και το πκαρί μας και βγάζαμε την καπνιά και κάναμε ωραίο καφέ χρώμα. Την καπνιά θέλαμε να βάλουμε να τη βράσουμε- την καπνιά που έβγαινε απ΄το πκαρί- να βάλουμε να τη βράσουμε και να τη ρίξουμε στο ζμι, να μη καπνίσ΄ κι γίν΄ τοπ-τοπ η κλωστή. Βάζαμε μέσα τη μπαμπακούλα και κάναμε τα φάδια…»
Ταυτόχρονα, αντανακλάται η σταδιακή ένταξη στην εκπαιδευτική διαδικασία, η στροφή των αφηγητών/τριών στην ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση και στην επιλογή επαγγελμάτων που σχετίζονται με αυτή [βλ. δάσκαλος/α, Α.Ζ. 222, 239, 242, 245, 258, 259].
α. ημικατευθυνόμενες
β. κατευθυνόμενες
Η τρίτη μεγάλη συλλογή του ΑΑΖ του ΠΤΔΕ περιλαμβάνει 355 συνεντεύξεις, οι οποίες διακρίνονται σε ημικατευθυνόμενες και κατευθυνόμενες και ακολουθούν τον Οδηγό βιογραφικής συνέντευξης με εστίαση στην εμπειρία της παιδικής και νεανικής ηλικίας (βλ. Ρέα Κακάμπουρα, Αφηγήσεις ζωής. Η βιογραφική προσέγγιση στη σύγχρονη λαογραφική έρευνα, εκδ. Διάδραση, Αθήνα 2011, σ.225-231). Οι αφηγήσεις της συγκεκριμένης κατηγορίας αναφέρονται συνοπτικότερα στον υπόλοιπο βίο των αφηγητών/τριών και εστιάζουν στη μνήμη της παιδικής ηλικίας, της πατρικής οικογένειας, της παιδικής σχόλης, της παιδικής εργασίας και της σχολικής εμπειρίας. Πιο συγκεκριμένα:
α. Η πρώτη υπο-κατηγορία περιλαμβάνει 143 ημικατευθυνόμενες συνεντεύξεις που διενεργήθηκαν κατά τα έτη 2003 (1), 2004 (31), 2005 (34), 2006 (16), 2007 (18), 2008 (5), 2010 (1), 2013 (10), 2014 (1), 2015 (2), 2017 (24). Από τους/τις αφηγητές/τριες, το 44,1% ήταν άνδρες και το 55,9% γυναίκες. Στις αφηγήσεις αναδύονται όψεις της παιδικής ζωής και της έμφυλης εργασίας εν μέσω κρίσιμων εθνικών στιγμών (βλ. Β΄ Π. Π.):
«... Πρόβατα και γίδια, αλλά τα φροντίζαμε εμείς τα κορίτσια. Εγώ είχα τα γίδια και η Μαριώ τις προβατίνες. Και τι να κάναμε; Άμα δεν βοηθάγαμε θα ψοφάγανε και δεν θα τρώγαμε…» (αφήγηση της Τριανταφυλλιάς Καπελέρη [Α.Ζ. 654, Γέρακας Λακωνίας, Ε.Γ. 1929])
Παράλληλα, σκιαγραφούνται ενδιαφέρουσες διαστάσεις της παιδικής ζωής όχι μόνο στον αγροτικό, αλλά και στον αστικό χώρο. Χαρακτηριστικά, η Σταματία Κώστογλου [Α.Ζ. 684, Κορυδαλλός Αττικής, Ε.Γ. 1964] περιγράφει τα παιγνίδια που έπαιζε με τα παιδιά της γειτονιάς σε ένα άδειο οικόπεδο στον Κορυδαλλό Αττικής:
«… Εγώ περισσότερο μες στο σπίτι αλλά με άφηναν και έβγαινα κι εγώ έξω γιατί έξω από το σπίτι μας υπήρχε ένα μεγάλο οικόπεδο και με τα παιδιά της γειτονιάς παίζαμε διάφορα παιχνίδια. Παίζαμε ένα παιχνίδι εε… με κάποια τουβλάκια, μαρμαράκια που πετάγαμε και έπρεπε το ένα να ακουμπήσει το άλλο. Παίζαμε αμπάριζα, «αμπάριζα και βγαίνω» νομίζω το λέγαμε. Εκεί συνέχεια με πιάνανε βέβαια, γιατί εγώ ήμουν το μοναδικό κορίτσι της παρέας και δεν… (γέλια) δεν έτρεχα και πολύ γρήγορα. Παίζαμε κρυφτό λίγο γιατί… δεν ήταν έτσι πολύ ζωηρό παιχνίδι, θέλαμε πιο ζωηρά έτσι πιο… τα παιχνίδια… δυναμικά ε, και πέφταμε βέβαια πάνω στις πέτρες, τα γόνατά μας ήτανε πάντα ματωμένα και βέβαια τα ακούγαμε μετά από τη μαμά μας που μας έλεγε πρόσεχε να μην πέσεις και τα λοιπά κι εμείς δεν την ακούγαμε…»
β. Η δεύτερη υπο-κατηγορία περιλαμβάνει 212 κατευθυνόμενες συνεντεύξεις που διενεργήθηκαν κατά τα έτη 2002 (3), 2003 (21), 2004 (21), 2005 (1), 2009 (2), 2010 (1), 2011 (6), 2012 (1), 2014 (20), 2015 (35), 2017 (45), 2018 (41) και 2019 (15). Από τους/τις αφηγητές/τριες, το 31,6% ήταν άνδρες και το 68,4% γυναίκες. Στις κατευθυνόμενες συνεντεύξεις εξετάζονται θέματα της οικογενειακής, της σχολικής, της κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής, της διαπαιδαγώγησης των αφηγητών/τριών. Ορισμένες φορές, ο/η αφηγητής/τρια ξεκινά τη διήγησή του στον/στην συνεντευκτή/τρια, παραθέτοντας μια πληθώρα πολύ ενδιαφερόντων στοιχείων που άπτονται διαφορετικών πτυχών του παραδοσιακού βίου στον αγροτικό χώρο, αλλά και των αιτίων για μετακίνηση στην πόλη, όπως για παράδειγμα ήταν η εκπαίδευση για άτομα με προβλήματα όρασης:
«... Ήταν ένα πολύ μικρό χωριό, που είχε 150 με 200 κατοίκους, ήτανε κάμπος. Όλη μας τη μέρα, ειδικά το καλοκαίρι την περνούσαμε έξω, καθαρά γειτονιά και όλο το χωριό ήταν μια γειτονιά. Όλα τα παιδιά, επειδή δεν ήμασταν και πάρα πολλά, ήμασταν μαζί, αα τι άλλο; Παραδοσιακό χωριό καθαρά, είχε δηλαδή, τους γυρολόγους που έρχονταν με τις πραμάτιες τους, καθαρά πώς το λένε; Τα τρόφιμα μας τα είχαμε στον κήπο μας, στα χωράφια μας, τα πιο πολλά από τα ζώα δικά μας, εμείς δεν ξέραμε κρέατα, όπως ψωνίζουνε τώρα. Αυτά εν ολίγοις. Τώρα. Μέχρι τα 7. Σου είπα ότι ήμουνα εκεί και ίσως και , όχι ίσως, λίγο νωρίτερα μέχρι τα 6 μου. Μετά, αναγκάστηκα να πάω στην Αθήνα για να ξεκινήσω τις σπουδές μου, το Δημοτικό γιατί εκεί ήτανε η μόνη πόλη που είχε το ειδικό σχολείο, για άτομα με πρόβλημα όρασης. Κι έτσι αναγκάστηκα να φύγω. Βέβαια ήμουνα πάντα στο χωριό, Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι και τον υπόλοιπο καιρό στην Αθήνα…» (αφήγηση της Γ. Χ. [Α.Ζ. 625, Σωτήριο Λάρισας, Ε.Γ. 1965])